- εξωτερικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. ο έξω, που βρίσκεται ή υπάρχει προς τα έξω, που είναι στην εξωτερική επιφάνεια: Εξωτερικά ενδύματα. – Εξωτερική σκάλα.2. που αφορά ή αναφέρεται σε όσα βρίσκονται έξω: Το εξωτερικό κλειδί της πολυκατοικίας.3. που αναφέρεται στις ξένες χώρες και στις σχέσεις μαζί τους: Υπουργείο των Εξωτερικών.4. (φιλοσ.), που υπάρχει έξω από τη συνείδηση, έξω από το Εγώ, που υπάρχει πραγματικά, ο πραγματικός, ο αντικειμενικός: Ο εξωτερικός κόσμος.5. μτφ., που δεν πηγάζει από την ψυχή, που δεν έχει βάθος, επιπόλαιος, επιφανειακός: Το παίξιμο του ηθοποιού ήταν εξωτερικό.6. (για σπουδαστές), που δεν είναι οικότροφος, που έρχεται απέξω: Οι εξωτερικοί μαθητές του κολεγίου.7. το ουδ. ως ουσ., εξωτερικό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.